- πήχτρα
- η, Ν1. οποιοδήποτε πράγμα συμπυκνωμένο, πηχτό, παχύρρευστο («η σούπα σου είναι πήχτρα»)2. μτφ. πυκνό πλήθος («η πλατεία είναι πήχτρα από κόσμο»)3. μτφ. (για σκοτάδι) πυκνό («το σκοτάδι ήταν πήχτρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ- τού αορ. έ-πηξ-α τού πήζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφυρίχ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.